- νάρθηξιν
- νάρθηξgiant fennelmasc dat pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενέρεισις — ἐνέρεισις, η (Α) [ενερείδω] πίεση, σύνθλιψη («μηδέ νάρθηξιν ἐνέρεισιν εἶναι, μηδέ ἄχθος», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek